-
1 ὑγρότης
ὑγρότης, ητος, ἡ, 1) Nässe, Feuchtigkeit; Eur. Phoen. 1262; ἡ τῆς ὑγρότητος πῆξις, Plat. Phil. 32 a. – 2) übh. Weichheit, Gelenkigkeit, Xen. An. 5, 8, 15, der Glieder, Beweglichkeit, Zartheit, τῶν ὀμμάτων, das Schmachtende des Blicks, Plut. Alex. 4. – Uebertr., Biegsamkeit des Sinnes, Lenksamkeit, Fügsamkeit, τοῦ ἤϑους, Lycurg. 33; καὶ εὐαγωγία, Arist. de virt. bei Stob. Floril. 1, 8; – aber ὑγρότης τοῦ βίου ist weichliche, üppige Lebensweise, Crobyl. bei Ath. VI, 258; vgl. Plut. Cim. 3.
-
2 ευφυια
ἥ1) хорошее развитие, высокий рост(τοῦ πλατάνου Luc.)
2) изящество, красота(εὐ. καὴ ὥρα Plut.)
3) одаренность, даровитость, природные способности (sc. τῆς ψυχῆς Plut.)4) благородство(τοῦ ἤθους Plut.)
5) удобное местоположение, выгодность(τῶν τόπων Arst., Polyb.)
-
3 τραχύς
τρᾱχ-ύς, εῖα, ύ: [dialect] Ep. and [dialect] Ion. [full] τρηχύς, fem. -εῖα, -εῖαν, -είης, neut. -ύ (Hom. (v. infr.), Hes.Op. 291, Theoc.25.74); in [dialect] Ion. Prose fem. τρηχέᾰ, acc. τρηχέᾰν, gen. τρηχέης, dat. τρηχέῃ (imperfectly preserved in codd.; in Hdt.4.23, 9.122, codd. ABCP have τρηχέη, -έην, -έης, RSV have -εῖα, -εῖαν, -είης; for codd. Hp. v. Kühleweinip. lxxxvi); τρηχείην (before conson.) Simon. 89 codd., A.R.2.375 codd.; τρηχείης (as pr. n.) Hippon.47; gen. pl. neut.Aἐρίων.. τρηχείων GDI 5633.14
([place name] Teos); dual in Trag. τραχεῖ, Ion Trag.67:—jagged,λίθος Il. 5.308
; χαλινοί, opp. λεῖοι, X.Eq.9.9, cf. 10.6;τ. καὶ γωνιοειδής Thphr. Sens.65
; prickly, ἄκανθαι, ἄκανθα, Plu.2.32e, 138d (both [comp] Sup.); rugged, ἀκτή, ἀταρπός, Od.5.425, 14.1; as epith. of Ithaca, 9.27, 10.417; soγῆ λιθώδης καὶ τρηχέα Hdt.4.23
; Χερσονήσου τῆς Τρηχέης καλεομένης, of the Crimea, ib.99; and freq. in Trag. and [dialect] Att. of rocky districts, A.Pr. 726, E.Fr. 1083; τὰ τραχέα, τὰ τραχύτατα, X.Cyn.4.10, Plu.Flam.4;τ. καὶ χαλεπὴ ὁδός Pl.R. 328e
; also, rough,γλῶσσα Hp.Morb.2.63
; ἔρια GDI l. c., PCair.Zen.287.2 (iii B. C.); σφόγγοι ib.12.56 (iii B. C.); χῆμαι ib.82.12 (iii B. C.); σινδόνες (towels, opp. μαλακαί) Gal.6.418; χερσὶ μὴ πάνυ μαλακαῖς, ὥσπερ αὖ μηδὲ τραχείαις, ἀνατρίβειν τὸ σῶμα ib.417;τὰ τ. κατὰ τὰς ἀνωμαλίας ἀλλήλοις ἐμπλεκόμενα ἑνοῦται, τὰ δὲ λεῖα κτλ. Diocl.Fr.26
;βλέφαρα Sor. 2.16
, PTeb. 273 intr. (ii/iii A. D.); shaggy, τὰ κάτωθεν τ. καὶ τραγοειδής, of Pan, Pl.Cra. 408d, cf. 420e;λάσιον καὶ τ. [τὸ κέαρ].. ἔχοντες Id.Tht. 194e
; τ. σώματα, opp. λεῖα, X.Mem.3.10.1; of the voice, harsh, Pl.Ti. 67c, etc.; esp. of the voice of boys, when it breaks,μεταβάλλειν ἐπὶ τὸ -ύτερον Arist.HA 581a18
;τὸ τ. τῆς φωνῆς Plu. Mar.14
; and of a person,τῇ φωνῇ τ. X.An.2.6.9
; also τραχυτάτη γλῶσσα (cf. τραχύστομος) Str.14.2.28; of sounds and their combinations, harsh, opp. λεῖος, σύνθεσις, διάλεκτος, Phld.Po.Herc.994.32,36:—on τραχεῖα ἀρτηρία, v. ἀρτηρία.2 of battle and conflict, ;νιφὰς πολέμοιο Pi.I.4(3).17(35)
, cf. Simon.89;φάλαγγες Tyrt.12.22
.3 of natural forces, (anap.);- ύτερα τὰ νοσήματα ἀπεργάζεσθαι Pl.Ti. 84c
; of a river, Plu.Alex. 60, etc.;ἄελλαι A.R.1.1078
.4 of persons, their acts, feelings, or conditions, rough, harsh, savage,τ. ἔφεδρος Pi.N.4.96
; οὐ τ. εἰμι καταθέμεν I am not niggardly in paying, ib.7.76;Ἡσυχία Id.P.8.10
;ἅπας δὲ τ. ὅστις ἂν νέον κρατῇ A.Pr.35
, cf. 188 (anap.), 326;δικαστὴς τ. εἶ Id.Ag. 1421
;τ. γε.. δῆμος Id.Th. 1049
;τ. καὶ τεθηγμένους λόγους Id.Pr. 313
;τ. ὀργή E.Med. 447
;λεῖον καὶ τ. πάθημα Pl.Ti. 63e
;νόμοι τραχύτατοι Id.Lg. 864c
; τὸ τ. τοῦ ἤθους, τοῦ νόμου, Id.Cra. 406a, R. 452c;- ύτερα πράγματα Isoc.7.18
; εὐνομίη τραχέα λειαίνει smooths the rough places, Sol.4.35.II Adv. τρᾱχέως, [dialect] Ion. τρηχέως, rare in the literal sense, roughly,τ. ὑλακτεῖν Plu.Arat.8
; neut. as Adv.,τρηχὺ φωνῇ ἠπείλει Theoc.25.74
;θάλασσα τραχὺ βοᾷ AP5.179
(Mel.).2 of men's acts, τρηχέως περιέπειν τινά handle roughly, Hdt.1.73, 114; τραχέως ἔχειν to be rough, harshly disposed, Isoc.3.33; τινι D.19.45;- ύτερον ἄρχειν Isoc.3.55
;τ. ἀποκρίνεσθαι Plu.Phoc.21
, etc.; τ. φέρειν take hardly, Id.Lys.15; rarely τραχυτέρως, Pl.Clit. 406a;περιέφθησαν τρηχύτατα Hdt.6.15
. (Prob. cogn. with θράσσω, cf. ἐνθράσσω.) -
4 ὑγρότης
ὑγρό-της, [full] ητος, ἡ, [dialect] Dor. [suff] ὑγρό-τᾱς, ᾱτος, Ti.Locr.100d, 102c: ([etym.] ὑγρός):—A wetness, moisture, either in abstract or concrete sense, fluidity or a fluid, Hp.VM22, Aph.3.24, Pl.Phlb. 32a, Arist.PA 653a33; ὑ. τῆς χειρός dampness (from sweat), Plu.Cat.Ma.20: pl., Arist.GA 760b4, Mete. 352b13.II pliancy, suppleness,ἡ ἐκ τῶν ἄρθρων ὑ. Hp.Art.8
, cf. X. An.5.8.15; τοῦ σώματος, of serpents, Arist.GA 718a30; of bears, Id.HA 594b6;τῆς χειρός Plu.2.67e
.b of a flame, flickering motion, lambency, E.Ph. 1256.2 metaph. of persons, ductility of disposition, the quality of being easily moved,ὑ. τοῦ ἤθους Lycurg.33
, Arist.VV 1250b32;ἕξεως Plu.2.680d
; but ὑ. βίου a voluptuous course of life, Crobyl.4; cf.ὑγρός 11.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑγρότης
-
5 τρᾱχύς
τρᾱχύς, ion. u. ep. τρηχύς, rauh, uneben, hart; steinig, felsig; Hom. λίϑος, Il. 3, 308, wie Pind. Ol. 8, 55; ἀκτή, Od. 5, 425; ἀταρπός, 14, 1; Ithaka, 10, 417 u. öfter; Olizon, Il. 2, 717; γῆ, Her. 4, 23; τραχεῖα καὶ χαλεπὴ ὁδός, Plat. Rep. I, 328 e; Ggstz λεῖον, πάϑημα Tim. 63 e; φωνή, 67 c; καὶ λάσιος, Crat. 420 e; τῇ φωνῇ, Xen. An. 2, 6, 9. – Uebtr., hart, heftig, zornig, wild; ὑσμίνη, Hes. Sc. 119; τραχεῖα νιφὰς πολέμοιο, Pind. I. 3, 35, wie τραχεῖαν ἐγχέων ἀκμάν, P. 1, 10; ἔφεδρος, N. 4, 96, streng; ἅπας δὲ τραχύς, ὅςτις ἂν νέον κρατῇ, Aesch. Prom. 35; εἰ δ' ὧδε τραχεῖς καὶ τεϑηγμένους λόγους ῥίψεις, 311; δικαστής, Ag. 1395; τραχεῖαν ὀργήν, Eur. Med. 447; τὸ τραχὺ τοῦ ἤϑους, im Ggstz von ἥμερον καὶ λεῖον, Plat. Crat. 406 a; ἔρως, Opp. Cyn. 2, 187. – Adv. τραχέως, wie auch das neutr. τραχύ gebraucht wird; τρηχέως περιέπεσϑαι, hart behandelt werden, Her. 5, 1. 81. 7, 211. 8, 18; περισπεῖν, 2, 64; τρηχύτατα περιεφϑῆναι, 8, 27; τραχέως ἔχειν, Isocr. 3, 33; wie Dem. 19, 45, τραχέως δ' ὑμῶν ἐπὶ τῷ μηδὲ προςδοκᾶν σχόντων.
-
6 εὔ-κρᾱτος
εὔ-κρᾱτος, wohl gemischt, gut temperirt, ἀήρ, neben οὔτε χεῖμα σφοδρὸν οὔτε ϑάλπος ἐγγίγνεται, Plat. Ax. 371 d; vom Klima, wie D. Sic. 1, 10 u. Medic., bei denen εὔκρατον lauwarmes Getränk bedeutet; οἶνος, Arist. probl. 3, 18 u. Poll. 6, 23; übertr., gemäßigt, ὀλιγαρχία, Arist. polit. 6, 6; τοῦ ἤϑους τὸ εὔκρατον, die Sanftmuth, M. Anton. 1, 15. – Adv. εὐκράτως, Medic. u. a. Sp.
-
7 λεῖος
λεῖος, α, ον, später auch 2 Endgn, laevis, glatt; λεῖος ὥςπερ ἔγχελυς Ar. bei Ath. VII, 299 b; καὶ ὀλισϑηρός, Luc. Tim. 29; Ggstz von τραχύς, Xen. Mem. 3, 10, 1, wie Arist. H. A. 9, 37; geglättet, geebnet, χῶρος λεῖος πετράων, glatt von Felsen, eben, weil keine Felsen dasind, Od. 5, 443; ἱππόδρομος, Il. 23, 330; ὁδός, Od. 10, 103; Hes. O. 286, wie Her. 9, 69; Plat. Legg. VIII, 833 b; auch ἄροσις λείη, Od. 9, 134, λεῖα δ' ἐποίησεν, machte sie dem Boden gleich, Il. 12, 30; λεῖον καὶ ὁμαλὲς πεδίον Plat. Critia. 118 a, u. sonst in Prosa, πεδίον καὶ λείους γηλόφους Xen. An. 4, 4, 1; – glatt am Kinn, unbärtig, ἦν λεῖος τὸ γένειον Ar. Ran. 48; vom Meere, glatt, ruhig, Her. 2, 117; auch von anderen glatten Dingen, ὅσα ὑφαντὰ καὶ λεῖα Thuc. 2, 97, wie λεῖον ὕφασμα Plat. Polit. 310 e; übertr., λείου καὶ τραχέος παϑήματος Tim. 63 e; sanft, mild, παρηγόρουν λείοισι μύϑοις Aesch. Prom. 650; πνεῦμα λ. καὶ καϑεστηκός Ar. Ran. 1004; πρὸς τὸ ἥμερόν τε καὶ λεῖον τοῦ ἤϑους Plat. Crat. 406 a; λειότερος ἔλεος Pol. 20, 9, 11. – Von der Stimme, φωνή, im Ggstz der τραχεῖα, Plat. Crat. 406 a; περὶ φωνὰς γιγνόμενα λεῖα καὶ βαρέα Polit. 307 a; oft bei den Rhetoren; κίνημα, S. Emp. adv. math. 7, 242; ἡ λεία τῆς σαρκὸς κίνησις pyrrh. 1, 215 (vgl. Plut. adv. Col. 27), wie λείως κινεῖν τὴν αἴσϑησιν S. Emp. adv. mus. 44. – Vom Geschmack, Tim. Locr. 100 e. – Adv., ἔρχεσϑαι, gelassen, Plat. Theaet. 144 b u. A.
-
8 ἐκ-κειμένως
ἐκ-κειμένως, offen daliegend, τοῠ ἤϑους ἔχων Philostr. V. S. 2, 14, von offenem Charakter.
-
9 βαρυτης
- ητος ἥ1) тяжесть, тяжеловесность(β. καὴ κουφότης Arst.)
2) нагруженность, перегрузка(νεῶν Thuc., Polyb.)
3) тяжелый нрав, суровость Dem., Polyb., Plat.; pl. Isocr.4) ощущение тяжести(β. καὴ πλησμονέ σώματος Plut.)
5) онемелость, оцепенение(ναρκώδης Plut.; τῶν σκελῶν βαρύτητες Diod.)
6) низкий тембр(φωνῆς Plat., Arst.)
7) серьезность, степенность, важность(εὐσχήμων Arst.; τοῦ ἤθους Plut.)
8) грам. понижение тона (accentus gravis) Arst. -
10 κατανοησις
- εως ἥ1) наблюдение, вниманиеἡ ἀεὴ σύνοικος κ. Plat. — постоянное наблюдение, пристальное внимание
2) объяснение, (ис)толкование(νοσημάτῶν Plat.; γράμματα πολλέν ἔχοντα τοῦ ἤθους κατανόησιν Plut.)
3) мнение -
11 παροξυντικος
31) обладающий побудительной силой, являющийся стимулом, поощряющий, побуждающий(εἴς τι Xen.; πρός τι Dem.; ἐπί τι Plut.)
2) раздражающий Isocr.3) легко возбуждающийся, чуткий(τὸ παροξυντικὸν τοῦ ἤθους Arst.)
-
12 υγροτης
- ητος ἥ1) тж. pl. влага, жидкость Plat., Arst.2) дрожание, трепетание (sc. ἐμπύρων ἀκμῶν Eur.)3) гибкость, подвижность Xen., Arst.4) слабость(χειρός Plut.)
5) томный взгляд, нежность(τῶν ὀμμάτων Plut.)
6) мягкость или простота(τοῦ ἤθους Arst.)
7) радушие, приветливость(ὑ. καὴ δαψίλεια Plut.)
-
13 βαρύτης
A weight, heaviness,νεῶν Th.7.62
, cf. Plb.1.51.9; opp. κουφότης, Thphr.HP5.3.1; heaviness of limb,β. ναρκώδης Plu.2.978c
; of digestion, ἀπεψία καὶ β. ib.128b.II of men, troublesomeness, importunity,ἀηδίαι καὶ βαρύτητες Isoc.12.31
; disagreeableness, D.18.35, Plu.Cor.30, al.;β. φρονήματος Id.Cat.Mi. 57
.III of sound, depth, low pitch, opp. ὀξύτης, Pl.Prt. 316a, Arist.GA 778a19, de An. 422b30, Aristox.Harm.p.3M., D.H. Comp.11, etc.; the grave accent, opp. ὀξύτης, Arist.Po. 1456b33; absence of accent, A.D.Pron.38.15, al.IV Rhet., adoption of an injured tone, Aps.p.331 H.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βαρύτης
-
14 γεραρός
A of reverend bearing, majestic, Il.3.170; γεραρώτερος ἦεν Ὀδυσσεύς ib. 211; γεραρὴ τράπεζα a table of honour, Xenoph.1.9;γεραραῖς χερσί IG14.818
;ἀνὴρ γ. τὸ εἶδος Plu.Alex.26
;τὸ γ. τοῦ ἤθους M.Ant.1.15
. Adv.-ρῶς, μέλπουσιν AP9.692
.3 γεραροί, οἱ, elders, A.Supp. 667 (lyr.); but γεραραί priestesses of Dionysus is f. l. for [full] γέραιραι in D.59.73, al.; cf.Μητρὸς.. πρόπολος σεμνή τε γέραιρα IG2.2116
, and γεραίρας (acc. pl.) is prob. l. in Il.6.270, cf. 87, 287 (cf. Sch. BT); cf. EM227.35. ( γέραιρα old fem. of γεραρός; cf. χίμαιρα: χίμαρος.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεραρός
-
15 εὔκρατος
A well-tempered, temperate, E.Fr. 772;ἐγκέφαλος Democr.
ap. Thphr.Sens.56; ; ; ; of countries, D.S.1.10;τόποι Ath.Med.
ap. Orib.9.12.5 ([comp] Sup.);οἰκήσεις Plb.34.1.8
([comp] Comp.);οἶκος Aret.CA1.1
; of the temperate zone, Stoic.2.195, etc.; μεῖξις Chrysipp.ib.219; of liquids, tempered, lukewarm,ὕδωρ IG5(1).1390.108
([place name] Andania), cf. Gal.6.101, etc.; of wine, mixed for drinking, Arist.Pr. 874a28.2 metaph., temperate, mild, ;τὸ εὔ. τοῦ ἤθους M.Ant.1.15
;Κύπρις AP 6.208
(Antip.Thess.): in Astrol., of beneficent planetary in fluences, Gal.9.911.3 in Lit. Crit., εὔ. ἁρμονία, ἑρμηνεία, mixed style, D.H. Comp.21 (v.l. κοινή), Dem.3;συνθήκη ὀνομάτων Luc.Hist.Conscr. 46
.II of persons, εὔκρητοι πρὸς ἅπαντας (cf. εὐκράς (A) 3) Hp. Decent.3.III Adv. - τως temperately, ἀνδρείως καὶ εὐ. Phld.Herc. 1251.14; temperately, Gal.1.342.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔκρατος
-
16 λεῖος
A smooth to the touch, [ αἴγειρος] Il.4.484;λ. ὥσπερ ἔγχελυς Ar.Fr. 218
, cf. Eup.338; χῆμαι, χηραμβίς, PCair.Zen.82.12 (iii B.C.), Hsch.s.v. χήμη; τὰ τραχέα καὶ τὰ λ. X.Mem.3.10.1; freq. in Pl., Cra. 414b, al., Arist.Cat. 10a17, etc.; also, of cloths, smooth, plain, not embroidered,ὑφαντά τε καὶ λ. Th.2.97
;λ. ὕφασμα Pl.Plt. 310e
; λεῖα ἐκπεποιημένα worked smooth, of marble, IG12.372.134; also λεία ἐργασία ib.372.165; unsculptured,Ἀθήνης ἕδος Call.Fr.105.4
; of plate, unembossed,φιάλαι IG11(2).161
B27 (Delos, iii B.C.), Inscr.Délos 442 B78 (ii B.C.).2 in Hom., chiefly of level places or countries,λεῖος δ' ἱππόδρομος ἀμφίς Il.23.330
; ἐν λείῳ πεδίῳ ib. 359;λ. ὁδός Od.10.103
, Hes.Op. 288 (ap. X., Pl., etc., ὀλίγη codd.);λ. ἄροσις Od.9.134
; λεῖα δ' ἐποίησεν made a smooth place, Il.12.30;πεδίον λ. Hdt.2.29
;χωρίον λειότατον Id.7.9
.β; ἡ -οτάτη τῶν ὁδῶν Id.9.69
; λ. θάλασσα a smooth sea, Id.2.117;λ. χώρα καὶ ἄξυλος X.Ath. 2.12
; λ. βάσεις flat feet, Gal.6.856.b c. gen., χῶρος.. λεῖος πετράων smooth (i.e. free) from rocks, Od.5.443, 7.282.3 smoothskinned, without hair, of animals, Arist.HA 582b35, LXX Ge.27.11; -ότατον τῶν ζῴων ἐστὶν ἄνθρωπος Arist.HA 583a6
; esp. of youths, smooth-chinned, beardless (cf. λείαξ), Theoc.5.90, cf. AP12.13 (Strat.); also, of fish, smooth,ἱππίδια Epich.44
; opp. λεπιδωτοί, Arist.HA 505a26; [ γαλεός] the smooth shark, Mustelus laevis, ib. 565b2, Opp.H.1.380;τὸ λ. Hp.Epid.3.14
, 6.3.16; λείη ὑπόστασις a smooth or uniform sediment, Id.Coac. 462; [γάλα] λ. καὶ ὁμαλὸν καὶ συνεχὲς ἑαυτῷ Sor. 1.91
.4 metaph., smooth, soft, ; of the sound of the voice, Pl.Plt. 307a, Ti. 67b, Phlb. 51d;διάλεκτος Phld.Po.Herc. 994.36
; of the taste, Ti.Locr.100e sq.; alsoλ. μῦθοι A.Pr. 647
; [τὸ] ἥμερόν τε καὶ λ. [τοῦ ἤθους] Pl.Cra. 406a; λ. πάθημα, opp. τραχύ, Id.Ti. 63e;λ. κινήματα τῆς σαρκός Epicur.Fr. 411
; λ. κίνησις, Cyrenaic phrase for ἡδονή, D.L.2.86, cf. Luc.Par.10, Alex.Aphr.in Top.94.32;λ. ἡσυχίη AP7.278
(Arch. Byz.); ὡς -οτέρου ἐλέους ὑπάρξοντος (sed leg. τελειοτέρου) Plb.20.9.11; τὸ λ., = λειότης, τῆς ἑρμηνείας D.H. Lys.24;τὸ λ. καὶ ὁμαλὲς τῆς συνθέσεως Demetr.Eloc.48
. Adv. λείως smoothly, gently, Pl.Tht. 144b, Plu.2.384a;καί με κωτίλλοντα λ. τραχὺν ἐκφανεῖν νόον Sol.
ap. Arist.Ath.12.3.II rubbed or ground down, Dsc.1.3, al., PHolm.19.39; cf.λειόω 11
: λεῖον, τό, fine sand, Inscr.Délos 500 A9 (iii B.C.). (Prob. λειϝος, cf. Lat. lēvis.) -
17 παροξυντικός
A fit for inciting or urging on,εἴς τι X.Cyr.2.4.29
;λόγοι π. πρός τι D.20.105
;ἐπί τι Plu.Pomp.37
.2 exasperating, provoking, Isoc.1.31 : Medic., aggravating bad symptoms, Hp.Prorrh.1.50. Adv. [suff] παροξ-κῶς Plu.2.21a.III π. ἡμέρα day of the fit in intermittent fevers, Gal. 7.340.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παροξυντικός
-
18 προάγω
Aπροῆχα D.19.18
, 25.8, Paus.3.11.10 :—[voice] Med., v. infr.: [tense] pf. [voice] Pass. in med. sense, v. infr. 1.7 :— lead forward or onward,μιν ἐς τὰ οἰκία Hdt.3.148
, etc.; escort on their way, Id.8.132;τοὺς πεζοὺς οὐ πολλὴν ὁδόν X.Cyr.3.3.23
:—[voice] Pass., to be led on, .2 carry on,αἱμασιάν D.55.27
; produce, Plot.3.7.6 :—[voice] Pass., [τάξις] εἰς ὀξὺ προηγμένη brought to a point, Arr.Tact.16.8.b bring on in age, etc.,προῆγεν αὐτὸν ὁ χρόνος εἰς ὥραν X.Cyr.1.4.4
:—[voice] Pass., ἐπὶ πλείω προῆκται τῆς κατ' ἰητρικὴν ἐπιμελείας belong to more advanced medical study, Hp.Medic.13.3 bring forward, νεκρόν εἰς τὸ φανερόν, τι εἰς τὸ πρόσθεν, Pl.Lg. 960a, Plt. 262c;τὴν φύσιν εἰς φῶς πᾶσιν Id.Ep. 341d
;βουλὴν ἀπόρρητον εἰς φῶς ἡλίου Plu.2.552d
; οἱ προαγαγόντες εἰς φῶς, = οἱ γονεῖς, Poll.3.8, cf. Hld.7.23; call up an apparition, Thessal. in Cat.Cod.Astr.8(3).137.b bring before a tribunal, SIG 826G 22 (ii B.C., [voice] Pass.);π. δάνειον POxy.1562.14
(iii A.D.).4 lead on, induce, persuade,δόλῳτινὰς π. Hdt.9.90
;ὡς ἡχρεία προάγει Th.3.59
: with inf. added, κινδυνεύειν τινὰ π. ib.45; : with Preps.,π. θυμὸν ἐς ἀμπλακίην Thgn. 386
(nisi leg. παράγει); τινὰς ἐς λόγους Pl.Ti. 22a
;εἰς μῖσος X.HG 3.5.2
; τὰς συγγενείας εἰς ἔχθραν, εἰς ἄνοιαν τὴν πόλιν, Isoc.4.174, 8.121;εἰς ὀργὴν ἢ φθόνον ἢ ἔλεον Arist.Rh. 1354a25
; εἰς γέλωτα ib. 1415a37; τινὰ ἐπ' ἀρετήν, opp. προτρέψασθαι, X.Mem.1.4.1;πάντας ἐκ.. πολέμων ἐπὶ τὴν ὁμόνοιαν Isoc.5.141
;πρὸς.. κακίας ὑπερβολήν D. 20.36
;ἐμαυτὸν εἰς ἀπέχθειαν Id.23.1
:—[voice] Med., ἐς γέλωτα προαγαγέσθαι τινά move one to laughter, Hdt.2.121.δ'; τὴν ὑγρότητα αὐτῶν τοῦ ἤθους εἰς ἔλεον Lycurg.33
;προαξόμεθ'.. εἰς ἀνάγκην D.5.14
: c.inf.,τοῦτο πολεμίους προάγεται ἁμαρτάνειν X.Eq.Mag.5.15
, cf. Aeschin.3.117, Arist.Pol. 1270b2:—freq. in [voice] Pass.,προαχθέντας εἰς φιλοποσίαν X. Mem.1.2.22
;εἰς τοῦτ' ὀργῆς προήχθησαν ὥστε.. Isoc.20.8
: c. inf., , cf. 18.269, Arist.Ph. 194a31;προάγεται λαλεῖν Men.164
;πολλὰ προηγμένον πρᾶξαι D.5.23
, etc.5 carry forward, advance, π. τὴν πόλιν lead it on to power, Th.6.18, D.19.18; π. αὐτὴν (sc. τὴν ἀρχὴν)ἐς τόδε Th.1.75
, cf. Arist. Pol. 1274a10;λόγοισι προάγει.., ἔργοισι δ' οὐδὲ κινεῖ Cratin.300
; οὕτω μέχρι πόρρω προήγαγον [τὴν ἔχθραν] carried it so far, D.18.163;π. [τὰ πράγματα] ἐπὶ τὸ βέλτιον Id.Prooem.38
, etc.; τὴν πραγματείαν π. εἰς τὸ πρόσθεν promote the study, Aristox.Fr.Hist.81; [ τὰ μαθήματα] Arist.Metaph. 985b24;τὰς τέχνας Id.SE 183b29
, cf. Po. 1449a13; π. καὶ διαρθρῶσαι τὰ καλῶς ἔχοντα τῇ περιγραφῇ carry on and complete.., Id.EN 1098a22, cf. Pol. 1282b35:—[voice] Med.,ἐς τοῦτο [τὰ Περσέων πρήγματα] προηγάγοντο Hdt.7.50
:—[voice] Pass., increase, become rife, D.19.266.b of persons, promote or prefer to honour, , cf. Plb.12.13.6, etc.; τινὰς εἰς δόξαν, ἐφ' ἡγεμονίας, Plu.Them.7, Galb.20, etc.;ἐπὶ μέγα προαχθῆναι Luc.Alex.55
.c prefer in the way of choice, esp. in [voice] Pass.,αἱ προηγμέναι φυλαί J.AJ4.8.44
: προηγμένος distinguished, outstanding,ὥρα Philostr.
Jun.Im.Praef.6 in Stoic Philos., of things neither good nor bad but promoted or advanced above the zero point of indifference,προηγμένον.. ὃ ἀδιάφορον <ὂν> ἐκλεγόμεθα Zeno Stoic.1.48
, cf. Aristo ib.83, Chrysipp.ib.3.28, etc.; cf. ἀποπροάγω.7 in [tense] pf. [voice] Pass. with med. sense, οὕτω προῆκται τοὺς παῖδας ὥστε.. has had them brought up in such a way that.., D.54.23: also in pass. sense,ἐπιεικῶς τοῖς ἔθεσι προηγμένοι Arist. EN 1180a8
.8 pronounce a discourse,κατὰ θεωρίαν π. πάντα Philostr.VS2.9.3
; αἱ κατὰ σχῆμα προηγμέναι τῶν ὑποθέσεων ib.2.4.2.II intr., lead the way, go before, ;σοῦ προάγοντος ἐγὼ ἐφεσπόμην Id.Phd. 90b
, cf. X.An.6.5.6, etc.: with acc. added, προῆγε πολὺ πάντας dub. in J.BJ6.1.6 (leg. πάντων): of a commander, lead an advance, push forward, Plb.2.65.1,3.35.1, etc.2 metaph., ὁ προάγων λόγος the preceding discourse, Pl.Lg. 719a;αἱ π. γραφαί J.AJ19.6.2
;ὁ π. μήν PSI5.450.59
(ii A.D.).3 go on, advance, ἐπὶ πολὺ προάγει τῇ τε βίᾳ καὶ τῇ ὠμότητι Decr. ap. D.18.181;ἐκ τῶν ἀσαφεστ έρων ἐπὶ τὰ σαφέστερα Arist.Ph. 184a19
;πόρρω π. ὕβρεως Clearch.6
( τὸ ἔργον προῆγε ([etym.] ν) is v.l. for προσῆγε in Hdt.9.92);πᾶς ὁ προάγων καὶ μὴ μένων ἐν τῇ διδαχῇ 2 Ep.Jo.9
: of Time,τῆς ἡμέρας ἤδη προαγούσης Plb.18.8.1
; reach, attain to,εἰς τὰς ὀκτὼ μυριάδας Phld.Ind.Sto. 32
. -
19 συζεύγνυμι
A yoke together, couple,ἵππους Hdt.4.189
, X.Cyr.2.2.26 ([voice] Pass.); esp. in marriage,τῷ μὲν φίλην σύζευξον ἄλοχον E.Alc. 166
, cf. X.Oec.7.30;σ. νέους καὶ νέας Arist.Pol. 1335a16
sq.; τὸν Ἄρη πρὸς τὴν Ἀφροδίτην ib. 1269b28:—[voice] Med., yoke for oneself,ἅρμα X.Cyr. 6.1.51
:—[voice] Pass., to be yoked with, coupled with, paired,μετ' ἀλλήλων Arist.HA 585b9
;πρὸς ἀλλήλας Plb.8.4.2
: metaph., τῷ συνέζευξαι πλάνῳ; v.l. for προς- in E.Alc. 482;τὸν ἐμὸν δαίμον', ᾧ συνεζύγην Id.Andr.98
; τίνι πότμῳ συνεζύγην; Id.Hel. 255;οἵᾳ ξυμφορᾷ συνεζύγης Id.Hipp. 1389
(conversely,συνέζευκται τὸ πάθος τινί Phld. Ir.p.57
W.); συζυγέντες ὁμιλοῦσι they live in close familiarity, X. Lac.2.12.2 less freq., also in [voice] Pass., of things, to be closely united,ἁ ψυχὰ τῷ σώματι συνέζευκται Philol.14
;πεμπάδι συζυγείς Pl.R. 546c
; , cf. 1175a19;διορίζεται τοῖς συνεζευγμένοις συμπτώμασι Gal.16.535
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συζεύγνυμι
-
20 ἐκκειμένως
ἐκκειμένως, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐκκειμένως
- 1
- 2
См. также в других словарях:
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek
Δωδεκάνησα — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.663 τ. χλμ., 190.071 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα τη Ρόδο. Βρίσκονται στο νοτιοανατολικό τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται Ν της Σάμου και της Ικαρίας έως το Λιβυκό πέλαγος και Α των… … Dictionary of Greek
Κρησίλας — (β’ μισό 5ου αι. π.Χ.). Χαλκοπλάστης από την Κυδωνία της Κρήτης, σύγχρονος του Φειδία και του Πολύκλειτου. Εξάσκησε το επάγγελμά του στην Πελοπόννησο, στους Δελφούς, στην Έφεσο, αλλά κυρίως στην Αθήνα, όπου πιθανότατα διαμόρφωσε τα βασικά… … Dictionary of Greek
Μουράτ — Όνομα πέντε σουλτάνων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 1. Μ. A’ (; – 1389). Σουλτάνος της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (1360 89). Εγγονός του Οσμάν, ιδρυτή του οθωμανικού κράτους, διαδέχτηκε τον πατέρα του Ορχάν. Άρχισε τις κατακτητικές εκστρατείες των… … Dictionary of Greek
Βασίλειος ο Μέγας — (Καισάρεια 330; – 379). Πατέρας, οικουμενικός διδάσκαλος και άγιος της Εκκλησίας. Γόνος ευγενούς οικογένειας, γνωστής για την ευσέβεια και την προσφορά της στην εκκλησία πολλών θεολόγων και εκκλησιαστικών ανδρών, έγινε επίσκοπος Καισαρείας και… … Dictionary of Greek
Κουνελάκης, Νικόλαος — (Κρήτη 1829 – Κάιρο 1869). Ζωγράφος. Πολύ νέος έφυγε με την οικογένειά του από την Κρήτη, πιθανότατα από τα Χανιά, και εγκαταστάθηκε στην Αγία Πετρούπολη της Ρωσίας. Το 1857, μετά τις ζωγραφικές σπουδές του στην Ακαδημία Καλών Τεχνών της Αγίας… … Dictionary of Greek
Αμαλία — I (Αστρον.). Αστεροειδής. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 12,9, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,4. Ο αστεροειδής αυτός περιφέρεται σε… … Dictionary of Greek
Παρράσιος — I Αρχαίος Έλληνας ζωγράφος, ο οποίος εργάστηκε μεταξύ 440 και 380 π.Χ. Ήταν γιος και μαθητής του Εφέσιου ζωγράφου Ευήνορα, αλλά έζησε για μεγάλο διάστημα στην Αθήνα και ήταν Αθηναίος πολίτης. Προτιμούσε δραματικά θέματα, πλούσια σε κίνηση, και… … Dictionary of Greek